- ἔρως,-ωτος
- + ὁ N 3 0-0-0-2-0=2 Prv 7,18; 30,16love (between the sexes)Cf. BARR 1987, 3-18; SWINN 1990, 51-52; →NIDNTT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
ερωτοϊστορημένος — ἐρωτοϊστορημένος και ἐρωτοϊστορισμένος, η, ον (Μ) αυτός που φέρει ζωγραφισμένους έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ιστορημένος, μτχ. παρακμ. τού ιστορώ. Ο τ. ερωτοϊστορισμένος < έρως, ωτος + ιστορισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ιστορίζω*] … Dictionary of Greek
ερωτιδεύς — Μυθολογικό πρόσωπο· ο μικρός Έρως. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη έρως και μεταφορικά σημαίνει τον νέο που δείχνει ζήλο στον έρωτα. Στην τέχνη, οι Ε. είναι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις μικρών Ερώτων, που συνήθως συμπληρώνουν ή πλαισιώνουν το … Dictionary of Greek
Eros — EROS, ótis, Gr. Ἔρως, ωτος, ist bey den Griechen so viel, als bey den Lateinern Cupido. Es hat aber selbiger bey erstern diesen Namen, nach einigen, von ἐρεῖν, aufsuchen, weil die Liebe das Geliebte suchet, Phurnut. de N.D. c. 25. & Plato ap.… … Gründliches mythologisches Lexikon
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
Cvpído — CVPÍDO, ĭnis, Gr. Ἔρως, ωτος, (⇒ Tab. XII.) 1 §. Namen. Den Namen Cupido hat er von cupio, welches von dem ebräischen Chabab, hat geliebet, herkommen soll. Voss. Etymol. in Cupio, s. pag. 198. Nicht besser ist die Ableitung von cubitus, nach… … Gründliches mythologisches Lexikon
ερωτοκράτης — ἐρωτοκράτης και ἐρωτοκράτωρ, ὁ (Μ) αυτός που κυριαρχεί στους ανθρώπους, ο δυνάστης («ἐρωτοκράτης Ἔρως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + κράτης < κράτος] … Dictionary of Greek
ερωτόπουλο — το (Μ ἐρωτόπουλον) [έρως] μικρός έρωτας, ερωτιδέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πουλο, που έχει την σημ. «μικρό παιδί», ουδ. τής κατάλ. πουλος < λατ. pullus «νεοσσός» (πρβλ. βασιλό πουλο, ελληνό πουλο κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ερωτιάρης — α, ικο και ερωτιάρικος, η, ο ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης, κοκαλ ιάρης, ψωρ ιάρης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek